Η ΕΝΔΟΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η ενδοατομικότητα, κατά τη διάγνωση ενός παιδιού με νοητική υστέρηση αλλά και άλλες διαταραχές, κρίνεται αναγκαία λόγω της ανομοιογένειας που χαρακτηρίζει τα παιδιά αυτά, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο ανάπτυξής τους, στοχεύοντας πάντα στη βελτίωση των παρεμβάσεων μας.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία, τα άτομα με νοητική υστέρηση χαρακτηρίζονται από σημαντικούς περιορισμούς στη νοητική λειτουργία και στην προσαρμοστική συμπεριφορά, δηλαδή στις αντιληπτικές, κοινωνικές και πρακτικές δεξιότητες. Επομένως, οι περιορισμοί και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δεν είναι ίδιες σε κάθε περίπτωση, αλλά εξαρτώνται  από τη γνωστική λειτουργικότητα και τις δεξιότητες προσαρμογής που το κάθε παιδί έχει αναπτύξει.

Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών DSM,  τα επίπεδα νοητικής υστέρησης έχουν ταξινομηθεί σε τέσσερις κατηγορίες (ελαφριά, μέτρια, βαριά/βαθιά νοητική υστέρηση). Ο βαθμός της νοητικής υστέρησης, το περιβάλλον στο οποίο έχουν μεγαλώσει και ζουν, οι παθολογικές συμπεριφορές που μπορεί να συνυπάρχουν (άγχος, κατάθλιψη, αντικοινωνική συμπεριφορά, δεπ-υ κ.ά) διαμορφώνουν το κλινικό προφίλ του μαθητή. Τα παιδιά με ελαφριά νοητική υστέρηση παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, έκπτωση στις ψυχοκινητικές λειτουργίες, δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις και στην αλληλεπίδραση με άλλους, έλλειψη οργανωτικής συμπεριφοράς  κ.ά. Παρόλα αυτά, με την κατάλληλη παρέμβαση μπορούν να αναπτύξουν ακαδημαϊκές (ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά), διαπροσωπικές, ατομικές δεξιότητες, αυτοέλεγχο.

Το ίδιο δεν μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις παιδιών με βαριά νοητική υστέρηση, γι’ αυτό και δε φοιτούν στο γενικό σχολείο.  Διαφορετική επίσης, θα πρέπει να είναι η παρέμβασή μας σε περιπτώσεις παιδιών με μέτρια νοητική υστέρηση διότι παράλληλα με τον χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης, είναι πιθανό να συνυπάρχουν ψυχολογικά προβλήματα και μεγαλύτερες δυσκολίες στην επικοινωνία και στις διαπροσωπικές δεξιότητες. Τα παιδιά με νοητική υστέρηση συγκροτούν σύνθετες οντότητες που παράλληλα με τους περιορισμούς τους, μπορεί να έχουν και κάποιες δυνατότητες για δράση, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμώνται από εμάς τους εκπαιδευτικούς.

Η ανομοιογένεια χαρακτηριστικών παρουσιάζεται και σε άλλες περιπτώσεις διαταραχών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν από μέτριες έως και σοβαρές δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία, οπότε και χρήζουν από απλή έως και ενισχυμένη υποστήριξη. Επίσης, στην περίπτωση της ΔΕΠ-Υ  μπορεί να παρουσιάσει ένας μαθητής έλλειψη προσοχής ή υπερκινητικότητα ή και τα δύο μαζί. Συνεπώς, ανάλογη θα πρέπει να είναι και η παρέμβαση.

Συμπερασματικά, το κάθε παιδί είναι μοναδικό με τα δικά του χαρακτηριστικά και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή προσωπικότητα  στα πλαίσια της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η αξιολόγηση προκειμένου να χαρτογραφείται το συνολικό προφίλ του μαθητή τόσο σε επίπεδο ελλειμμάτων, όσο και σε επίπεδο δυνατοτήτων. Η ολιστική προσέγγιση θα μας  βοηθήσει στην οργάνωση της διδασκαλίας μας και στον κατάλληλο σχεδιασμό εξατομικευμένης παρέμβασης.

 

 

Βολακάκη Μαρία, Φιλόλογος

M.Ed. Ειδικής Αγωγής- M.Ed. Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th Edition (DSM5), 5th Washington,DC: Author.

Δείτε επίσης: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ