ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ

ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

 

ΓΟΝΕΪΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ

Το γονεϊκό διαζύγιο δεν αποτελεί ένα στατικό γεγονός, αλλά αποτελεί τμήμα μιας διεργασίας που εκτείνεται στον χρόνο και προκαλεί πολλές μεταβολές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το διαζύγιο μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ψυχολογική επάρκεια των παιδιών και των εφήβων, καθώς έχει να αντιμετωπίσει αναπτυξιακές και κοινωνικές προκλήσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί αντιλαμβάνεται το διαζύγιο των γονέων του, συντελεί και στον τρόπο που, τελικώς, θα το αντιμετωπίσει. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πλειοψηφία των παιδιών είναι σε θέση να διαχειριστεί ή ακόμη και να ωφεληθεί από τη νέα αυτή συνθήκη. Υφίστανται, επομένως, διαφορές στην ποιότητα προσαρμογής κάθε παιδιού, γεγονός που εξαρτάται από συγκεκριμένους μεσολαβητικούς παράγοντες.

ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Πιο συγκεκριμένα, η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα του παιδιού μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης του διαζυγίου. Στοιχεία όπως η αυτοεκτίμηση, η ρύθμιση των συναισθηματικών αντιδράσεων, η αυτοαποτελεσματικότητα και η θετική εκτίμηση της ζωής ισοδυναμούν με σημαντικούς προστατευτικούς παράγοντες. Αντιθέτως, μια δύσκολή ιδιοσυγκρασία ή με προβλήματα συμπεριφοράς είναι πιθανό να πυροδοτήσουν περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στο παιδί. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού δύναται να επηρεάσει την προσαρμογή του προς τη θετική ή προς την αρνητική κατεύθυνση. Μετά το διαζύγιο, συνήθως, οι συγκρούσεις μεταξύ γονέα και παιδιού αυξάνονται. Παρ όλα αυτά, αν ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ τους διέπεται από στοιχεία φροντίδας και προστασίας, οι συγκρούσεις αυτές τείνουν να μειωθούν.

Στην περίπτωση, όμως, που η συναισθηματική επένδυση και στήριξη εκλείπουν, η προσαρμογή του παιδιού στη νέα συνθήκη συναντά εμπόδια. Η θετική ή μη σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού, ορισμένες φορές, εξαρτάται και από την ποιότητα σχέσης μεταξύ των ίδιων των γονέων. Οι έντονες διαμάχες ανάμεσα τους και η εμπλοκή των παιδιών σε αυτές προκαλούν άγχος, αδυναμία ελέγχου και αίσθημα ενοχής για την εξέλιξη του γάμου. Από την άλλη, όταν υπάρχει το κατάλληλο εκείνο περιβάλλον που επιτρέπει την κοινή ανατροφή του παιδιού και βασίζεται σε μια συνεργατική φροντίδα και σε αμοιβαίες συναινέσεις, εκείνο δρα προστατευτικά και συνδέεται με θετική ερμηνεία των στρεσογόνων γεγονότων.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Επιπλέον, υπάρχουν και κοινωνικοί παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε ένα διαζύγιο και στα αποτελέσματά του. Παραδείγματος χάρη, το επίπεδο φτώχειας ή το χαμηλό οικονομικό επίπεδο εκθέτουν τα μέλη μιας οικογένειας σε πολλαπλή επικινδυνότητα. Τα ποσοστά των διαζυγίων φαίνεται να είναι υψηλότερα σε πληθυσμούς με χαμηλά εισοδήματα. Διότι, η οικονομική πίεση εντείνει τις συγκρούσεις μεταξύ των γονέων, που με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τη γονεϊκή φροντίδα και την προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο. Ακόμη και το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο ασκεί επιρροή σε αυτή την προσαρμογή. Το κοινωνικό στίγμα τείνει να μειώνεται λόγω της συχνότητας εμφάνισής του, αλλά χωρίς να εκλείπει απόλυτα η άποψη μιας «διαλυμένης» οικογένειας που επιδρά δυσμενώς στα παιδιά της.

ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Παρά τις όποιες δυσκολίες, δύναται να υπάρξουν δίκτυα υποστήριξης για την προώθηση της θετικής προσαρμογής των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο, Ένα τέτοιο δίκτυο υποστήριξης είναι η σχέση με τους συνομηλίκους που ενισχύει τις γνωστικές και κοινωνικές αντιλήψεις των παιδιών, βοηθώντας τα να προσαρμοστούν στις αλλαγές της καθημερινότητας μετά το διαζύγιο. Επιπλέον, ο ρόλος του σχολείου, μέσω των ευκαιριών για ανάπτυξη ενδιαφερόντων και δεξιοτήτων και της στήριξης των δασκάλων, αποτελεί δίχτυ προστασίας για ένα παιδί στην αντιμετώπιση μιας στρεσογόνα συνθήκης, όπως αυτής του διαζυγίου.

Τέλος, η προώθηση προγραμμάτων για γονείς και οικογένειες σχετικά με το γάμο, το στρες του χωρισμού μπορεί να συμβάλλει στην εκπαίδευση των γονέων σε κατάλληλους τρόπους ανατροφής και στην ενδυνάμωση του συναισθηματικού δεσμού γονέα-παιδιού. Τέτοια προγράμματα μπορούν να εφαρμοστούν στα πλαίσια των σχολών γονέων και σε συμβουλευτικές υπηρεσίες και βοηθούν τους διαζευγμένους γονείς να αντιμετωπίσουν το στρες, τις μεταβολές που συνοδεύουν το διαζύγιο, να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ τους και να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν τους λόγους του διαζυγίου.

Όλγα Μάμαλη, Φιλόλογος-Ψυχολόγος,

M.Sc. Κλινική Ψυχολογία

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Amato, P.R (2003). Reconciling divergent perspectives: Judith Wallerstein, quantitative family research and children of divorce. Family Relations, 59, 332-339

Conger, R.D., & Donellan, M.B. (2007). An interactionist perspective on the socioeconomic context of human development. Annual Review of Psychology, 58, 175-199

Hetherington, E.M (2003). Social support and the adjustment of children in divorced and remarried families, Childhood, 10(2), 217,236

Lazar, A., Guttman, J., & Abas, L. (2009). Parental Authority in Divorced Families. Journal of Divorce & Remarriage, 50, 356-368

Rodgers, K.B., & Rose, H.A. (2002). Risk and resiliency factors among adolescents who experience marital transitions, Journal of Marriage and Family, 64(4), 1024-1037

Σταύρου, Ε., & Χριστογιώργος, Σ.Μ. (2001). Διαζύγιο. Στο Γ. Τσιάντης (επιμέλ.), Εισαγωγή στην Παιδοψυχιατρική, 343-359. Αθήνα: Kαστανιώτης

 

Δείτε επίσης:Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ