Η ΜΕΡΜΗΓΚΟΦΩΛΙΑ

Στην Ειδική αγωγή, τα παραμύθια αξιοποιούνται για την επίτευξη ψυχοπαιδαγωγικών στόχων σε άτομα με διανοητική αναπηρία, για τη βελτίωση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων τους, σε παιδιά με Asperger, για την ενίσχυση της φαντασίας, κ.α. μέσω ατομικών αλλά και ομαδικών παρεμβάσεων (Κουρκούτας, 2010).

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΞΕΚΙΝΑ…

Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα σε μια μερμηγκοφωλιά, ζούσαν τρία μικρά μερμηγκόπουλα: Ο Ψυχουλάκος,  ο  Σιταρούλης κι ο Κριθαρής. Ήταν τόσο μικρά ακόμη, πού δεν μπορούσαν να βγουν από τη φωλιά τους. Γι’ αυτό και η μητέρα τους, κάθε φορά που τα τάιζε, τους έλεγε:

-Φάτε πολύ, παιδάκια μου, να μεγαλώσετε γρήγορα, να βγείτε έξω, να δείτε τον ήλιο.

-Τι είναι ο ήλιος μαμά; ρωτούσαν εκείνα, γεμάτα απορία.
– Είναι μία πολύ μεγάλη μπάλα, που βγάζει από μέσα της φως και ζέστη.

– Θα μπορούμε να παίζουμε μαζί του; τη ρώταγαν πάλι με περιέργεια.

-Όχι, μωρούλια μου, όχι. Ο ήλιος είναι πολύ ψηλά. Είναι πάνω στον ουρανό.

Τα τρία μερμηγκόπουλα τρώγαν τότε γρήγορα γρήγορα το φαγητό τους, γιατί είχαν μεγάλη επιθυμία να μεγαλώσουν, να βγουν έξω και να δουν τον ήλιο. Αυτή τη μεγάλη μπάλα, που έβγαζε φως και ζέστη και ήταν πάνω στον ουρανό.

 Μία μέρα, εκεί που καθόντουσαν μονάχα στη φωλίτσα τους, τους ήρθε μία σπουδαία ιδέα. Οι δικοί τους, καθώς και όλος ο μερμηγκόκοσμος, έλειπαν στη δουλειά. Ήταν η εποχή της σοδειάς. Ζεστό καλοκαιράκι, βλέπετε, και στα θερισμένα χωράφια υπήρχε πολλή τροφή για μερμήγκια. Έφευγαν όλο πρωί-πρωί με τη δροσιά και γύριζαν το βράδυ, σαν έβγαιναν στον ουρανό τ’ αστέρια. Όμως εκεί, στην αρχή αρχή της μερμηγκοπολιτείας, πού ήταν οι αποθήκες, ερχόντουσαν πολλές φορές και ξεφόρτωναν τα πολύτιμα φορτία τους. Ύστερα ξανάβγαιναν πάλι από τη μεγάλη τρύπα, την κεντρική είσοδο, για να ξανάφορτωθούν και να ξανάρθουν σε λίγο με νέα τρόφιμα.

Κανείς δεν τεμπέλιαζε στη μερμηγκοπολιτεία. Μονάχα τα μωρά, αυτά που ήταν ακόμα πολύ αδύνατα, απαγορευόταν να βγουν κι έμεναν μόνα στις φωλιές τους.

-Ξέρετε τι σκέφτομαι! είπε εκείνο το πρωί ο Σιταρούλης στ’ αδελφάκια του. Να βγούμε σήμερα έξω. Να πάμε να δούμε κι εμείς επιτέλους τον ήλιο.

-Να πάμε, να πάμε, απάντησε ο Ψυχουλάκος με προθυμία.

-Χωρίς να ρωτήσουμε κανένα! Μα θα μας μαλώσουν, όταν το μάθουν.

-Θα τους πούμε ότι τώρα πια μεγαλώσαμε.

-Αυτό τους το ‘χουμε ξαναπεί, αλλά δεν μας πίστεψαν.

Έμειναν και τα τρία σκεφτικά! Ξαφνικά ο Κριθαρής έβαλε μία δυνατή φωνή.

-Το βρήκα. Θα κάνουμε κάτι το πολύ σπουδαίο. Κάτι που όταν το μάθουν, θα πιστέψουν ότι πραγματικά μεγαλώσαμε. Τι, δεν ξέρω ακόμα. Θα το σκεφτούμε στο δρόμο.

Τ’ άλλα συμφώνησαν, και μια και δυο ξεκίνησαν ν’ ανέβουν στη γη. Ήταν πολύ χαρούμενα.Θα γνώριζαν τον κόσμο, θα έβλεπαν επιτέλους αυτή τη μεγάλη μπάλα που βγάζει φως και ζέστη και τη λένε ήλιο, κι ακόμα θα προσπαθούσαν να κάνουν κάτι το πολύ σπουδαίο, για να πειστούν οι γονείς τους ότι μεγάλωσαν πια.

Πρώτα-πρώτα βγήκαν έξω από τη φωλίτσα τους και βρέθηκαν σ’ ένα μακρύ ανηφορικό διάδρομο. Αυτός ήταν ένας από τους δρόμους της μερμηγκοπολιτείας, που οδηγούσε στη μεγάλη έξοδο. Περπάτησαν, περπάτησαν, περπάτησαν χωρίς να συναντήσουν ψυχή.
Που και που διασταυρωνόντουσαν μ’ άλλα στενότερα δρομάκια, που και κεί βασίλευε η ίδια ερημιά και ησυχία. ‘Οσο προχωρούσαν, όλο και φωτεινότερος γινότανε ο δρόμος.

Απ’ αυτό συμπεράνανε ότι πλησίαζαν επιτέλους την έξοδο. Μα ξαφνικά… Ω δυστυχία τους! Εκεί, έξω από τις μεγάλες αποθήκες, υπήρχε κίνηση. Δυο-τρεις φορτωμένοι μέρμηγκες ξεφόρτωναν τα τρόφιμα που είχαν φέρει, ενώ οι αποθηκάριοι τους βοηθούσαν, τακτοποιώντας τα σε σειρές.

-Τώρα θα μας δουν. Δεν θα μας αφήσουν να περάσουμε.
-Θα μας πούνε μωρά, όπως μας λένε όλοι.

Δεν πρόλαβε να πει κι ο Κριθαρής τη σκέψη του, και μια φωνή ακούστηκε από το μέρος της αποθήκης:

– Ε, σείς πιτσιρίκοι για που το βάλατε; Δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται στα μωρά να βγαίνουν έξω;

-Δεν είμαστε πια μωρά. Αν θέλετε μπορείτε να μας δοκιμάσετε, ακούστηκε δυνατή και θαρραλέα η φωνή του Κριθαρή.
Οι αποθηκάριοι έβαλαν τα γέλια.

-Μπράβο κουράγιο τα πιτσιρίκια! Εμπρός λοιπόν, αφού το λέει η καρδούλα σας, ελάτε να σας δοκιμάσω, είπε ο γεροντότερος.

Με καρδιά που χτυπούσε δυνατά ο Κριθαρής πλησίασε πρώτος. Ο Αποθηκάριος σήκωσε τότε ένα μεγάλο σπειρί σιτάρι και του είπε:
-Αν μπορείς, μετακίνησέ το. Το σιτάρι ήταν πολλές φορές μεγαλύτερο από το μπόι του Κριθαρή. Μα ο Κριθαρής έβαλε όλη του τη δύναμη και λέγοντας από μέσα του:

” Θεέ μου, εσύ που βοηθάς στις δύσκολες στιγμές όλα τα πλάσματα σου, από το μεγάλο ελέφαντα μέχρι το μικρό μερμήγκι, βοήθησε τώρα και τον Κριθαρή σου”,  έδωσε μία, και μετακίνησε το ασήκωτο σιτάρι.

-Μπράβο, μικρέ, μπράβο, φώναξαν οι αποθηκάριοι. Ο άλλος, τώρα.

Ο Σιταρούλης πλησίασε. Νόμιζε πως η καρδούλα του θα έσπαγε από το πολύ χτύπημα. Α, όχι. Θα προτιμούσε να είχε μείνει στη φωλίτσα του παρά να δοκιμάσει αυτό το καρδιοχτύπι.
“Θεούλη μου, εσύ που προστατεύεις όλα τα πλάσματά σου στις δύσκολες στιγμές, από το μεγάλο ελέφαντα μέχρι το μικρό μερμήγκι, βοήθησε το Σιταρούλη σου” ψιθύρισε. 

Άπλωσε ύστερα τα αδύνατα χεράκια του, φορτώθηκε το μεγάλο σιτάρι και …”μπράβο, μπράβο, πιτσιρίκο, φίνα τα κατάφερες” άκουσε τους αποθηκάριους να λένε.
Και τώρα η σειρά του Ψυχουλάκου. Ο καημένος ο Ψυχουλάκος! Αυτός ήταν ο μικρότερος κι ο πιο αδύνατος απ’ όλους. Αυτό το ήξερε. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να δοκιμάσει.

“Θεούλη μου, εσύ που προστατεύεις όλα τα πλάσματά σου, από το μεγάλο ελέφαντα μέχρι το μικρό μερμήγκι, βοήθησε τώρα τον Ψυχουλάκο σου.”

Όμως, πριν προλάβει να φορτωθεί το βαρύ φορτίο, τα δύο αδέρφια του μ’ ένα πήδημα βρέθηκαν στο πλευρό του. Το σιτάρι σπρωχνόταν τώρα από τα τρία μερμηγκάκια. Ξέροντας την αδυναμία του αδελφούλη τους, σκέφτηκαν να του προσφέρουν τη βοήθειά τους. Αυτή η πράξη συγκίνησε τους αποθηκάριους, να βλέπουν και τα μερμηγκάκια να σπρώχνουν μαζί ένα σιταράκι, και έβγαλαν αμέσως την απόφαση:

-Είσαστε ελεύθερα να περάσετε. Βέβαια και έχετε πια μεγαλώσει.
Χαρούμενα τα τρία αδέλφια έτρεξαν προς την έξοδο. Αυτό το κάτι πολύ σπουδαίο που έπρεπε να κάνουν, το είχαν κιόλας κάνει. Τώρα δεν έμενε παρά να γνωρίσουν τον κόσμο, για να δουν επιτέλους τη μεγάλη μπάλα που έβγαζε φως και ζέστη και την έλεγαν ήλιο.

Τρία κεφαλάκια κοίταζαν τώρα έξω από την τρύπα της μερμηγκοπολιτείας.Τρεις μικρές καρδούλες πλημμύριζαν από ευτυχία στο αντίκρισμα της όμορφης γης, που ήταν σκεπασμένη με ξανθά σιτάρια.

Κοβαλιά -Γουμενοπούλου., Μ

 

 

Δείτε το βίντεο του παραμυθιού ΕΔΩ

Δραστηριότητες

1) Βοηθήστε τα μυρμηγκάκια να βγουν κρυφά έξω από τη φωλίτσα! Προσοχή μην πέσουν πάνω σε τοίχο! Θα κάνουν θόρυβο και θα τους ακούσουν!Κατεβάστε τον λαβύρινθο ΕΔΩ

2) Ζωγραφίστε τα τρία μυρμηγκάκια όταν ανέβηκαν στη γη και είδαν τον ήλιο. Τι φαντάζεστε να είπαν μεταξύ τους;

3) Ρίξε το ζάρι και το μυρμηγκάκι σου θα φτάσει πρώτο κοντά στον ήλιο! Κατεβάστε το παιχνίδι ΕΔΩ

Αφήγηση παραμυθιού:

ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ ΖΩΗ

Ηθοποιός, Εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού

Παναγιώτης Προικιός, Ηθοποιός

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Κουρκουτάς, Η. (2010). Ψυχαναλυτική προσέγγιση των παραμυθιών και η χρήση παιδικών ιστοριών στην Ψυχοθεραπεία και την Ειδική Αγωγή. Στο M. Πουρκός (επιμ). Τέχνη Παιχνίδι Αφήγηση. Ψυχολογικές και Ψυχοπαιδαγωγικές Διαστάσεις (σελ. 481-521). Αθήνα: Τόπος.

Κοβαλιά -Γουμενοπούλου., Μ. (1975). Η μερμηγκοφωλιά. Στο Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο,Αθήνα:Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων,

Δείτε επίσης: ΟΙ 3 ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ