ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΒΩΒΟΤΗΤΑ
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η επιλεκτική βωβότητα είναι μια αγχώδης διαταραχή που συναντάται, συνήθως, κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο, στο ηλικιακό φάσμα των 4-6 ετών. Ενδείξεις, πιθανώς, να υπάρχουν ήδη από τη βρεφική ηλικία όταν το παιδί αναπτύσσει στοιχεία άγχους αποχωρισμού που εκφράζονται με συχνές κρίσεις θυμού, κλάματος και δυσκολία στον ύπνο. Ερευνητικά εξάγεται το συμπέρασμα ότι η γενετική προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, η ποιότητα των ενδοοικογενειακών σχέσεων και η ύπαρξη τραυματικών εμπειριών συνηγορούν στην εμφάνιση της συγκεκριμένης διαταραχής.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Γενικότερα, το παιδί εκφράζει τη συνειδητή επιθυμία να μην αποκρίνεται λεκτικά σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες ή να μη συνομιλεί με συγκεκριμένα πρόσωπα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η επιλεκτική βωβότητα δε συνδέεται με κάποια διαταραχή λόγου καθώς η πλειονότητα των παιδιών αναπτύσσει φυσιολογικά τους μηχανισμούς γλώσσας. Επίσης, δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσης της ομιλούμενης γλώσσας ούτε είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης διγλωσσίας που τείνει να δυσχεραίνει ζητήματα έκφρασης και κατανόησης. Οι προαναφερθέντες λόγοι μπορούν να ενισχύσουν τη διάρκεια ή η συχνότητα της διαταραχής, αλλά δεν αποτελούν πρωταρχικές αιτίες
Τo παιδί, τις περισσότερες φορές, επιλέγει να επικοινωνήσει με άτομα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος. Στην παρουσία ξένων προσώπων ή εντός του σχολικού περιβάλλοντος παρατηρείται σημαντική αδυναμία ως προς την ομιλητικότητα ή την απόκριση, ενώ, τις περισσότερες φορές, υιοθετείται μια αρνητική στάση. Σε ένα πιο ενθαρρυντικό σενάριο θα επιδιώξει την επικοινωνία με τη χρήση χειρονομιών, παιχνιδιών ή μέσω της ζωγραφικής. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει μια θετική ένδειξη ότι το παιδί αισθάνεται να ενεργεί σε ένα σχετικά ασφαλές και οικείο, για εκείνο, περιβάλλον.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η ψυχική καταπόνηση που προκαλείται εξαιτίας της συγκεκριμένης διαταραχής είναι μεγάλη μιας και η δυσκολία κοινωνικής αλληλεπίδρασης λειτουργεί ως αγχογόνος πηγή. Πιο συγκεκριμένα, η συμπεριφορά του παιδιού χαρακτηρίζεται από φοβικά στοιχεία που το καθιστούν περισσότερο διστακτικό. Η φοβία του αυξάνεται σε περιβάλλοντα στα οποία αξιολογείται η επίδοσή του, όπως το σχολικό περιβάλλον. Κατά συνέπεια, η αυτοπεποίθηση πλήττεται και η ντροπαλότητα αναδεικνύεται ως εξέχον χαρακτηριστικό. Δεν εκλείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες που το παιδί μπορεί να εκφράσει μια πιο αγενή ή χειριστική συμπεριφορά, ως απόρροια δυσκολίας του ελέγχου και της διαχείρισης του άγχους. Επιπλέον, είναι σύνηθες να αποφεύγεται η βλεμματική επαφή, να είναι σχετικά ανέκφραστο, να απαντά πολύ χαμηλόφωνα και να είναι αρκετά επιρρεπές στη σωματική εγγύτητα ή στο άκουσμα δυνατών ήχων. Τέλος, υπάρχουν οι πιθανότητες να παλινδρομήσει σε συμπεριφορές πρώιμων αναπτυξιακών σταδίων, όπως είναι το πιπίλισμα του δαχτύλου ή η νυχτερινή ενούρηση.
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Το υποστηρικτικό δίκτυο που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη θεραπευτική αντιμετώπιση της επιλεκτικής βωβότητας είναι η οικογένεια, ειδικοί (Λογοθεραπευτές και Ψυχολόγοι) και οι εκπαιδευτικοί. Αρχικά, θεωρείται απαραίτητη η παραπομπή στους ειδικούς με σκοπό τη λήψη ιστορικού και την αξιολόγηση βασικών τομέων του παιδιού όπως το νοητικό επίπεδο, η κατανόηση λόγου και η αντίληψη του. Είναι, εξίσου, σημαντικό να ληφθούν οι απαραίτητες πληροφορίες από όλα τα περιβάλλοντα στα οποία ζει και δραστηριοποιείται το παιδί. Αυτή η σφαιρική εικόνα θα οδηγήσει στον ευκολότερο εντοπισμό των πιθανών αιτιών. Επίσης, η διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ λογοθεραπευτών και ψυχολόγων, όπως και η επικοινωνία με άτομα αναφοράς για το παιδί εντός και εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος εξασφαλίζουν την υιοθέτηση μιας κοινής στάσης και συμπεριφοράς.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί στον τρόπο διαχείρισης της συγκεκριμένης διαταραχής ανεξάρτητα από το αν είμαστε συγγενείς ή ειδικοί. Είναι ωφέλιμο να αναγνωρίσουμε το άγχος που καταβάλλει το παιδί και να προσπαθούμε να το στηρίζουμε με γνήσιο ενδιαφέρον. Επίσης, να το ενθαρρύνουμε να εκφραστεί βάσει των δυνατοτήτων και των προσφερόμενων ευκαιριών την εκάστοτε στιγμή. Αποφεύγουμε όμως, να ασκήσουμε πίεση έχοντας υπόψη μας ότι η πρακτική αυτή θα δράσει ανασταλτικά. Πολύ σημαντικό, να επαινούμε την κάθε προσπάθεια που λαμβάνει χώρα γιατί με τον τρόπο αυτό καταφέρνουμε να ενισχύσουμε το κομμάτι της αυτοεκτίμησής του. Τέλος, βοηθούμε και εμείς στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού ενισχύοντας τη συμμετοχή του σε ομαδικές δραστηριότητες. Απώτερος σκοπός όλων των προαναφερθέντων είναι η σταδιακή μείωση του άγχους που θα αποτελέσει αφετηρία για την ενίσχυση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων του παιδιού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καλαντζής, Κ. (2011). Διαταραχές του λόγου στην παιδική ηλικία. Φωνή, Ομιλία, Ανάγνωση, Γραφή. Αθήνα: Eκδόσεις Παπαζήση
Ηua A., Major N. (2016). Selective Mutism. Journal: Current Opinion in Pediatrics, 28, 114-120.
Dougherty, L. R. (2006). Children’s emotionality and social status: A Meta-analytic review. Social Development, 15, 394-417
Hung, S-L., Spencer, M. S., & Dronamraju, R. (2012). Selective mutism: Practice and intervention strategies for children. Children & Schools, 34, 222-230.
Όλγα Μάμαλη, Φιλόλογος-Ψυχολόγος,
M.Sc. Κλινική Ψυχολογία
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΠΟΤΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ;