ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΝΤΡΟΠΑΛΟΤΗΤΑ


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΑΛΟΤΗΤΑΣ

Η ντροπαλότητα αποτελεί μία ενδιαφέρουσα διάσταση της ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα μια αρκετά περίπλοκη έννοια. Για τον λόγο αυτό έχουν δοθεί διαφορετικοί ορισμοί για την αποσαφήνιση του όρου.

Ο Δαρβίνος, όντας πρωτοπόρος στη μελέτη της φύσης των συναισθημάτων, υποστήριξε ότι η ντροπαλότητα αποτελούσε ένα είδος ενστίκτου, το οποίο όμως δε συνέβαλε ιδιαίτερα στην εξέλιξη των ειδών. Σε πολλές κοινωνίες του δυτικού κόσμου, μέχρι πρόσφατα, η ντροπαλότητα θεωρείτο ως μία κατάσταση που έθετε εμπόδια στην προσαρμοστικότητα του ατόμου σε νέα περιβάλλοντα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, και σύμφωνα με σχετικές έρευνες αναδύεται ως ένα «φυσιολογικό» χαρακτηριστικό που συνδέεται με την ύπαρξη θετικών στοιχείων όπως είναι εκείνα της ενσυναίσθησης, της ευγένειας και της πνευματικότητας. Επίσης, η ντροπαλότητα έχει μελετηθεί υπό το πρίσμα διαφορετικών επιστημονικών οπτικών. Πιο συγκεκριμένα, η ντροπαλή συμπεριφορά έχει περιγραφεί ως υποκειμενικό βίωμα, ως υποκειμενικό κοινωνικό άγχος, ως χαρακτηριστικό με γενετική βάση αλλά και ως μια προδιάθεση ιδιοσυγκρασίας.

Σε κάθε περίπτωση η ντροπαλότητα ενσωματώνει ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών, γνωστικών χαρακτηριστικών, σωματικών αντιδράσεων και συναισθημάτων. Σε επίπεδο συμπεριφοράς, όταν το άτομο νιώσει ντροπαλότητα σε νέες και άγνωστες για εκείνο καταστάσεις, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να αποσυρθεί από αυτές. Στις γνωστικές διαστάσεις της έννοιας εντάσσονται οι δυσλειτουργικές σκέψεις για αποτυχία, ενώ ο φόβος και η ανησυχία για ένα ανεπιτυχές αποτέλεσμα ή για μια αρνητική κριτική είναι τα βασικά συναισθήματα που κυριεύουν ένα φύσει ντροπαλό άτομο. Τέλος, χαρακτηριστικές είναι και οι σωματικές αντιδράσεις που ενισχύουν την ντροπαλότητα και, συνήθως, σχετίζονται με την εφίδρωση, την ταχυπαλμία και τη μυϊκή ένταση.

ΤΑ ΝΤΡΟΠΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα ντροπαλά παιδιά, επί το πλείστον, χαρακτηρίζονται από κοινωνική αναστολή η οποία τα αποτρέπει, ακόμα και αν εκείνα το επιθυμούν, στη συνδιαλλαγή τους με άλλους ή στη συμμετοχή σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Είναι πιθανότερο, τότε, να επιλέξουν να τις παρακολουθήσουν από μακριά. Συνήθως, διστάζουν να πάρουν την πρωτοβουλία να μιλήσουν ή δυσκολεύονται ακόμη και στο να απαντήσουν. Η αμηχανία και το άγχος τους διαφαίνεται ακόμη στην αποφυγή της βλεμματική επαφής και στον χαμηλό τόνο φωνής. Η ντροπαλότητα είναι συνήθης σε παιδιά ηλικιών μεταξύ 5-15 ετών και εκδηλώνεται εντονότερα στα κορίτσια. Επίσης, δε σχετίζεται με τον δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης και δεν εμπνέει ανησυχία όταν η εμφάνισή της δεν καθιστά το παιδί δυσλειτουργικό στην καθημερινότητά του.

Όταν η ντροπαλότητα αναστέλλει τη λειτουργικότητα ενός παιδιού τότε η βοήθεια των οικείων προσώπων ή ενός ειδικού κρίνεται απαραίτητη. Στις περιπτώσεις αυτές, λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός που συνάμα προσφέρει την αίσθηση της ασφάλειας και της προστασίας. Ταυτόχρονα, όμως, πυροδοτεί δυσκολίες στην ανάπτυξη των κοινωνικών του δεξιοτήτων καθώς το παιδί επιλέγει περισσότερο μοναχικές δραστηριότητες. Είναι πιθανό, επίσης, η ντροπαλότητα να επηρεάσει τη σχολική του επίδοση και το γεγονός αυτό κατ’ επέκταση να πλήξει την αυτοεκτίμησή του.

ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ

Θέλοντας να βοηθήσουμε το παιδί, είναι σημαντικό να αποδεχτούμε τη ντροπαλότητα του και μέσω της ενσυναίσθησης να αφουγκραστούμε τις δικές του ανάγκες και ανησυχίες με υπομονή και καλοσύνη. Θα ήταν ωφέλιμο, επίσης, να το ενθαρρύνουμε να εκφράσει τα συναισθήματά του και να εντοπίσουμε τα πιθανά εκείνα πλαίσια στα οποία είναι περισσότερο ντροπαλό. Η επικριτική ή τιμωρητική μας στάση, αντιθέτως, θα εντείνει συναισθήματα άγχους και ενοχής ενώ αποφεύγουμε την ετικετοποίηση αποκαλώντας το ως «ντροπαλό».

Επίσης, είμαστε δίπλα του και προσφέρουμε τη δική μας βοήθεια ώστε να αναπτύξει τις κοινωνικές του δεξιότητες. Πιο συγκεκριμένα, το φέρνουμε σε βαθμιαία επαφή με νέα πρόσωπα στον οικείο του χώρο και εν συνεχεία μπορούμε να επιλέξουμε δραστηριότητες προσφιλείς προς το παιδί, ενθαρρύνοντας το να εμπλακεί σε αυτές με συλλογικότητα. Με τον τρόπο αυτό, ελαχιστοποιούμε τις πιθανότητες απομόνωσης του. Τέλος, δεν ξεχνούμε να το επαινούμε σε κάθε του προσπάθεια, διότι αυτό θα λειτουργήσει ανατροφοδοτικά στο κομμάτι της αυτοεκτίμησής του.

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Coplan, R.J., Prakash, K., O’ Neil, Κ., & Armer, M. (2004). Do you want to play? Distinguishing between conflicted shyness and social disinterest in early childhood. Developmental Psychology, 40, 244-258

Crozier W.R., & Perkins P. (2002). Shyness as a factor when assessing children. Educational Psychology in Practice, 18, 115-152

Darlympe, K. & Zimmerman, M. (2013). When does benign shyness become social anxiety, a treatable disorder? Current psychiatry, 12, 21‐ 38

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΑΥΤΟ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΣΕ ‘ΣΕΝΑ!

 

Όλγα Μάμαλη, Φιλόλογος-Ψυχολόγος,

M.Sc. Κλινική Ψυχολογία