Site icon Εκπαίδευση Δίχως Όρια

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ (ΑΦΗΓΗΣΗ)

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ (ΑΦΗΓΗΣΗ)

 

Τα παραμύθια αποτελούν τον πυρήνα  της ψυχοεκπαίδευσης στην ειδική αγωγή και γενικότερα στην εκπαίδευση. Συνιστούν πηγή για την ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων και την ενίσχυση της φαντασίας (Κουρκούτας, 2010). Ενώ η οπτικοποίηση τους και η παρουσίαση των ηρώων με απλό τρόπο συμβάλλει στην ανάπτυξη της λογικής σκέψης και της ταύτισης (Bettelheim, 1995).

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΞΕΚΙΝΑ…

 

Κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ’ ένα χωριό ένας καλός άνθρωπος με τη γυναίκα του και τον γιο του. Τον έλεγαν Μιχάλη και δούλευε σκληρά για να κερδίζει το ψωμί του. Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι, κι όσο κι αν κοπίαζε, δύσκολα, πολύ δύσκολα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα.

Αποφάσισε λοιπόν μια μέρα να ξενιτευτεί,να πάει στην Πόλη να δουλέψει. Έτσι θα μπορούσε να στέλνει από κει χρήματα στους δικούς του. Θα νοσταλγούσε βέβαια τη γυναίκα του και το παιδί του, το χωριό του και τους φίλους του. Μα τι να κάνει; Μόνον έτσι θα γλίτωνε απ΄τη φτώχεια.

Φίλησε λοιπόν γυναίκα και παιδί, κι έφυγε για την πόλη. Ταξίδεψε, ταξίδεψε μέρες πολλές, κι έφτασε κάποτε κουρασμένος. Και μια που δεν ήξερε καμιά τέχνη, χτύπησε την πόρτα ενός αρχοντικού και ζήτησε από τον Άρχοντα να τον πάρει για υπηρέτη. Εκείνος δέχτηκε, κι έτσι ο Μιχάλης βρήκε σπίτι και τροφή κι άρχισε να κερδίζει χρήματα. Όλα όμως τα έστελνε στους δικούς του. Για κείνον δεν κρατούσε τίποτε.

Πέρασαν δέκα χρόνια, κι είπε πια να γυρίσει στο χωριό του. Αρκετά είχε στείλει στο σπίτι του. Καιρός πια να φιλήσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Πριν φύγει, ο άρχοντας τον φώναξε και του είπε: – Δούλεψες τίμια τόσα χρόνια, Μιχάλη. Είσαι καλός άνθρωπος. Για αυτό κι εγώ θα σου δώσω δώρο τρεις πολύτιμες συμβουλές. Να τις θυμάσαι όμως! Έχεις πολύ δρόμο για να φτάσεις στο χωριό σου. Πολλά μπορεί να σου συμβούν. Μα αν ακολουθήσεις τις συμβουλές αυτές, τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς.

– Ακούω, αφέντη μου αποκρίθηκε ο Μιχάλης.

Πρώτα πρώτα, να μη ρωτάς για ό,τι δε σε νοιάζει, είπε ο άρχοντας.

– Καλά αφέντη μου, αποκρίθηκε ο Μιχάλης. Σ’ ευχαριστώ. Κι η δεύτερη;

–  Από τον δρόμο σου ποτέ μην ξεστρατίζεις, είπε ο άρχοντας.

– Καλά αφέντη μου, αποκρίθηκε ο Μιχάλης. Σ’ ευχαριστώ. Κι η τρίτη;

Τον βραδινό σου τον θυμό να τον φυλάς το πρωινό, του είπε ο Άρχοντας. Άντε τώρα, ώρα καλή!

– Σ’ αφήνω γεια, αφεντικό απάντησε ο Μιχάλης και ξεκίνησε.

Χρήματα βέβαια δεν είχε για να αγοράσει άλογο, αφού όλα τα έστελνε στο σπίτι του. Έτσι, τι να κάνει, πήγαινε με το πόδια.

Περπάτησε δυο μέρες και δυο νύχτες, και ξαφνικά, τ’ άλλο πρωί, βλέπει έναν άνθρωπο, παράξενα ντυμένο, να κολλά χρυσά φλουριά στα φύλλα μιας ελιάς. Περίεργο, σκέφτηκε, γιατί το κάνει αυτό; Γιατί είν’ έτσι ντυμένος; Όμως θυμήθηκε τη συμβουλή του αφεντικού του, να μη ρωτά για ό,τι δεν τον νοιάζει, και συνέχισε τον δρόμο του.

– Ε! Σταμάτησε και θέλω να σου μιλήσω, του φώναξε ο άνθρωπος με τα παράξενα ρούχα. Χρόνια τώρα είμαι εδώ και κάνω αυτό που βλέπεις. Περιμένω να δω αν θα περάσει κανείς χωρίς να με ρωτήσει το γιατί. Όμως, μόνον εσύ δε με ρώτησες. Μπράβο, δεν είσαι καθόλου περίεργος. Πάρε λοιπόν όλα τα φλουριά που είναι στο δέντρο και στο σακούλι για ανταμοιβή σου.

Χαρούμενος ο Μιχάλης μάζεψε τα φλουριά, τα έβαλε όλα στο σακούλι, ευχαρίστησε τον άνθρωπο και συνέχισε τον δρόμο του. Περπάτησε μια μέρα και μια νύχτα, και το άλλο πρωί βλέπει πέντε αγωγιάτες, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα τρόφιμα, να παίρνουν τον δρόμο τον δικό του.

– Ε!Καλοί μου άνθρωποι, τους φώναξε. Κάνετέ μου μια χάρη. Άστε με να φορτώσω αυτό το σακούλι σ΄ ένα γαϊδουράκι. Έρχομαι από μακριά και κουράστηκα να το κρατώ.

– Μετά χαράς, αποκρίθηκαν εκείνοι.

Έτσι, συνέχισαν τον δρόμο τους όλοι μαζί, κι ο Μιχάλης ευχαριστούσε τον Θεό για την καλή του τύχη.

Ξάφνου, βλέπουν από μακρία ένα παλιό, ετοιμόρροπο σπίτι.

– Εκεί μέσα είναι μαι ταβέρνα, φώναξε ο ένας αγωγιάτης. Πάμε να πιούμε κρασί.

– Έλα κι εσύ μαζί μας, είπαν όλοι του Μιχάλη.

Εκείνος όμως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του, ποτέ να μην ξεστρατίζει από τον δρόμο του, και δεν μπήκε στην ταβέρνα. Κάθισε έξω και φύλαγε τα γαϊδουράκια και τα πράγματα.

Οι αγωγιάτες στην ταβέρνα, όλο κι έπιναν, έπιναν κρασί, ώσπου μέθυσαν κι άρχισαν να χοροπηδούν και να φωνάζουν. Κι από το πολύ το χοροπηδητό, σε μια στιγμή, γκρεμίζεται η ταβέρνα και πέφτει το ταβάνι στα κεφάλια τους. 

Είδε κι έπαθε ο καημένος ο Μιχάλης να τους βγάλει από εκεί. Τους περιποιήθηκε, τους έδεσε τος πληγές τους, τους έδωσε νερό να πιουν και τους έβαλε να ξαπλώσουν κάτω από το δέντρο. Εκείνοι για να τον ευχαριστήσουν :

– Παρ΄τα όλα, του είπανε, και τα γαϊδουράκια και τα τρόφιμα, για το καλό που μας έκανες.

Με τα γαϊδουράκια φορτωμένα τώρα, ο Μιχάλης συνέχιζε χαρούμενος τον δρόμο του και σκεφτόταν τι χαρά θα έκανε η γυναίκα του, όταν θα τον έβλεπε να φτάνει με όλα τούτα τα καλά στο σπιτικό τους.

Περπάτησε ακόμη μια μέρα, και τη νύχτα έφτασε επιτέλους στο χωριό τους. Όταν όμως πλησίαζε το σπίτι του, βλέπει έναν άντρα να μπαίνει μέσα και τη γυναίκα του να τον καλωσορίζει.

“Α! Έτσι” σκέφτηκε θυμωμένα . “Εγώ δουλεύω τόσα χρόνια για να της στέλνω χρήματα, κι εκείνη με ξέχασε και παντρεύτηκε άλλον. Θα φύγω λοιπόν κι εγώ. Θα πάω πίσω στην πόλη.”

Κι έκανε να ξεκινήσει. Σκέφτηκε όμως την τρίτη συμβουλή του αφεντικού του, τον βραδινό του θυμό να τον κρατά το πρωινό. Πήγε λοιπόν εκεί δίπλα σε μία καλύβα και κοιμήθηκε ώσπου να ξημερώσει.

Πρωί πρωί την άλλη μέρα, άκουσε να μιλούν στην πόρτα του σπιτιού του. Βγαίνει απ΄την καλύβα και βλέπει τον άντρα, που είχε δει το βράδυ, να φεύγει και να λέει στη γυναίκα του:

– Γεια σου μάνα, θα γυρίσω το μεσημέρι.

Με χαρά τότε κατάλαβε πως ήταν ο γιος του. Είχε μεγαλώσει πια, είχε γίνει άντρας, τόσον καιρό που έλειπε αυτός στην πόλη.

” Άδικα θύμωσα” σκέφτηκε. ¨Άδικα παραλίγο να φύγω πάλι.”

Έτρεξε τρελός απ΄τη χαρά του, τους αγκάλιασε και τους δύο, γυναίκα και παιδί, και ξεφόρτωσε τα καλά που είχε φέρει. Κι από τότε δεν ξανάφυγε ποτέ απ’ το χωριό του. Έζησε εκεί χρόνια πολλά, με όλα τα καλά του, με τη γυναίκα και τον γιο, τα εγγόνια που ήρθαν έπειτα και τα δισέγγονά του.

Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου, Λ., ( 1973). 17 Ελληνικά λαϊκά παραμύθια, στο Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο,Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 

 

Δείτε το βίντεο ΕΔΩ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

 

1. Τι θα γινόταν αν ο Μιχάλης ρωτούσε τον κύριο με τα παράξενα ρούχα; Ζωγραφίστε τους 2 ήρωες και γράψτε τον μεταξύ τους διάλογο. 

2. Κάθε συμβουλή που έδωσε ο άρχοντας αντιστοιχεί και σε μια αρετή. Μπορείς να μαντέψεις ποια είναι αυτή;Ποια θεωρείς πιο σημαντική;Γιατί;

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Bettelheim, M. (1995). Η Γοητεία των Παραμυθιών. Μια Ψυχαναλυτική Προσέγγιση (μτφ. Ε. Αστερίου). Αθήνα: Γλάρος.

Κουρκουτάς, Η. (2010). Ψυχαναλυτική προσέγγιση των παραμυθιών και η χρήση παιδικών ιστοριών στην Ψυχοθεραπεία και την Ειδική Αγωγή. Στο M. Πουρκός (επιμ). Τέχνη Παιχνίδι Αφήγηση. Ψυχολογικές και Ψυχοπαιδαγωγικές Διαστάσεις (σελ. 481-521). Αθήνα: Τόπος.

 

Αφήγηση παραμυθιού:

ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ ΖΩΗ

Ηθοποιός, Εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού

 

Δείτε επίσης: ΤΟ ΑΣΧΗΜΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ (ΑΦΗΓΗΣΗ)

Exit mobile version